οιωνιστικός

οιωνιστικός
οἰωνιστικός, -ή, -όν (Α) [οιωνίζομαι]
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οιωνό («ὁ πταρμὸς σημεῑον οἰωνιστικόν», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνιστική
η τέχνη τού οιωνοσκόπου, η οιωνοσκοπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οἰωνιστικά — οἰωνιστικός of neut nom/voc/acc pl οἰωνιστικά̱ , οἰωνιστικός of fem nom/voc/acc dual οἰωνιστικά̱ , οἰωνιστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνιστικῶν — οἰωνιστικός of fem gen pl οἰωνιστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνιστικόν — οἰωνιστικός of masc acc sg οἰωνιστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνιστικαί — οἰωνιστικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνιστικοῦ — οἰωνιστικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνιστικῆς — οἰωνιστικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνιστική — οἰωνιστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνιστικήν — οἰωνιστικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνιστικάς — οἰωνιστικά̱ς , οἰωνιστικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠωνιστικήν — οἰωνιστικήν , οἰωνιστικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”